- αυνανισμός
- ο онанизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυνανισμός — Η τεχνητή πρόκληση αφροδίσιου οργασμού στους άντρες και στις γυναίκες. Ο α. παρατηρείται συνήθως στην αρχή της εφηβείας, συχνά όμως και στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, οπότε είναι μάλλον ακίνδυνος (ψευδοαυνανισμός). Οι συνέπειες του α. είναι… … Dictionary of Greek
αυνανισμός — ο η ικανοποίηση της αφροδίσιας ορμής με τεχνητά μέσα, η μαλακία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυνανίζομαι — [αυνανισμός] επιδίδομαι σε αυνανισμό, μαλακίζομαι … Dictionary of Greek
αιδοιίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας. Η φλεγμονή αυτή οφείλεται στην εγκατάσταση και τον πολλαπλασιασμό μικροβίων στο πλακώδες επιθήλιο του αιδοίου και οφείλεται είτε σε τραυματισμό (ρήξη του υμένα, αυνανισμός κ … Dictionary of Greek
αιδοιοκολπίτιδα — Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η… … Dictionary of Greek
αυτοϊκανοποίηση — η 1. το να είναι κανείς ικανοποιημένος από τον εαυτό του, τις επιδόσεις του ή τις ενέργειές του 2. αυνανισμός … Dictionary of Greek
μαλάκισμα — το [μαλακίζομαι] 1. η μαλακία, ο αυνανισμός 2. η αποχαύνωση … Dictionary of Greek
μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek
τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… … Dictionary of Greek
Αυνάν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο γιος του Ιούδα, που είχε γονείς τον Ιακώβ και τη Χαναναία Σανά. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του πέθανε, ο Α., σύμφωνα με το εβραϊκό έθιμο, νυμφεύτηκε τη χήρα του αδελφού του Ηρ, με την οποία όμως δεν ήθελε να τεκνοποιήσει… … Dictionary of Greek
Θάμαρ — I Πόλη της Ιουδαίας. Αναφέρεται από τον γεωγράφο Πτολεμαίο ως Θαμάρ Θαμαρώ. Η τοποθεσία της παραμένει άγνωστη. II Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Χαναναία. Παντρεύτηκε τον Hρ, πρωτότοκο γιο του Ιούδα και εγγονό του Ιακώβ. Όταν πέθανε ο Hρ χωρίς να… … Dictionary of Greek